Για Ποιόν οι Μεταρρυθμίσεις;
Στο άρθρο του “Whose Economic Reform?" ο Jean Pisani-Ferry -με αφορμή την περίπτωση της Ελληνικής οικονομίας- σχολιάζοντας την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταβολών και των προγραμμάτων λιτότητας στις χώρες της Ευρώπης αναφέρει:
Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές μεταβολές αποτελούν το νέο σύνθημα της Ευρώπης. Οι Διεθνείς Οργανισμοί και η Ευρωπαϊκή Ένωση βλέπουν αυτού του είδους τις μεταρρυθμίσεις ως προαπαιτούμενο για την οικονομική ανάκαμψη, τη μεγέθυνση και την καταπολέμηση της ανεργίας.
Πράγματι, η συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ της Ελληνικής πλευράς και της Τρόικα (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) περιλαμβάνει ένα 48σέλιδο με τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Η υιοθέτηση της νέας νομοθεσίας στην ΕΕ από το 2010 απαιτεί από τις χώρες-μέλη της να εφαρμόζουν ειδικές οδηγίες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ιταλίας η οποία καλείται να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα της, να καταπολεμήσει τη διαφθορά, να προάγει την εταιρική διακυβέρνηση του τραπεζικού τομέα, να προβεί σε μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, να βελτιώσει την εκπαίδευση, να εστιάσει στη φορολογία, να απελευθερώσει τις υπηρεσίες και να βελτιώσει τις υποδομές.
Να είστε σίγουροι ότι οι Ευρωπαϊκές χώρες πρέπει επειγόντως να εφαρμόσουν βαθιές μεταρρυθμίσεις. Η χαμηλή παραγωγικότητα και η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα είναι σημάδια ότι απαιτείται πλήρης μετασχηματισμός. Εν τούτοις αυτή η παρατήρηση μπορεί να παρέχει το σκεπτικό για μεταρρυθμίσεις, δεν παρέχει όμως μια αρκετά σταθερή βάση για την εκπόνηση αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής.
Ο σχεδιασμός μιας στρατηγικής μεταρρυθμίσεων προϋποθέτει την επίλυση δύο προβλημάτων: το πρώτο αφορά στο σκοπό για τον οποίο γίνονται. Οι επιτυχημένες κοινωνίες διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό. Μερικές από αυτές προτιμούν την ύπαρξη του κοινωνικού κράτους και άλλες όχι. Άλλες βασίζονται στην ύπαρξη συλλογικών συμβάσεων, και άλλες όχι. Οι μελετητές αναφέρονται σε «ποικίλες μορφές καπιταλισμού» για να τονίσουν την απουσία ενός ενιαίου προτύπου για την επιτυχία.
Όμως, εάν υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα, ποιες θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητες όσον αφορά στις μεταρρυθμίσεις; Οι Διεθνείς Οργανισμοί, κατά βάση, επισημαίνουν πως στις περισσότερες περιπτώσεις μια χώρα μπορεί να ενισχύσει την οικονομική της αποτελεσματικότητα χωρίς αλλαγή του οικονομικού της μοντέλου. Για παράδειγμα, συνήθως υπάρχει μεγάλο περιθώριο επίτευξης της ίδιας ανακατανομής του εισοδήματος με χαμηλότερο δημοσιονομικό κόστος, ή διασφάλισης ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα λαμβάνουν υπόψη τους και τα συμφέροντα των ατόμων που δεν εργάζονται. Επομένως, ένα εθνικό μοντέλο μπορεί να υποστεί μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας, όμως, τα στοιχεία εκείνα που ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις του κοινωνικού συνόλου.
Αυτή η απάντηση, παρόλα αυτά, παραείναι εύκολη και απλή. Στην πραγματικότητα οι χώρες δε χαρακτηρίζονται μόνο από αναποτελεσματικότητα αλλά και από ασυνέπεια. Διατείνονται, για παράδειγμα, ότι είναι παγκόσμια κέντρα, όμως δεν καλωσορίζουν τους αλλοδαπούς, και σ’ αυτήν ακριβώς τη συμπεριφορά αποδίδεται το γεγονός ότι η Ιαπωνία δεν εξελίχθηκε σε παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο τη δεκαετία του 1990. Ακόμα, επιθυμούν τη μετεξέλιξη της οικονομίας τους σε οικονομία που βασίζεται στη γνώση αλλά απεχθάνονται την ακαδημαϊκή ελευθερία, ή θέλουν να υποστηρίζουν την καινοτομία αλλά όχι να πλουτίζουν όσοι καινοτομούν.
Τέτοιων ειδών ασυνέπειες συνιστούν μεγάλο εμπόδιο για την ανάπτυξη. Αντίθετα, η επιτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών ως «εργοστάσιο» παραγωγής καινοτομίας απορρέει σε μεγάλο βαθμό από τη συνέπεια που τις διακρίνει σε ένα μεγάλο εύρος τομέων, όπως η εκπαίδευση και η μετανάστευση μέχρι τη φορολογία και την αγορά εργασίας.
Επομένως, δεν απαιτείται μόνο αντικατάσταση των αναποτελεσματικών ρυθμίσεων με αποτελεσματικές. Θα πρέπει, παράλληλα, να γίνουν δύσκολες επιλογές η πραγματοποίηση των οποίων σε τελική ανάλυση εξαρτάται από την πολιτική βούληση. Για το λόγο αυτό, δεν είναι κάτι που οι Διεθνείς Οργανισμοί μπορούν να προτείνουν στη θέση των ψηφοφόρων μιας χώρας.
Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει κατά το σχεδιασμό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι ζήτημα στρατηγικής. Όπως επεσήμανε ο οικονομολόγος Dani Rodrik, οι σχετικές αναλύσεις που καταλήγουν στο ποιες είναι οι επιθυμητές μεταρρυθμίσεις, δεν προτείνουν στις κυβερνήσεις από πού να ξεκινήσουν. Οι λιγότερο ανήσυχοι ηγέτες προτιμούν να ξεκινήσουν από τις πολιτικά πιο πρόσφορες μεταρρυθμίσεις, ενώ οι τολμηροί ηγέτες επιλέγουν αυτές που αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση. Καμία από τις δύο προσεγγίσεις, ωστόσο, δεν είναι σίγουρο ότι θα αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ακόμα και μια φαινομενικά λογική στρατηγική διόρθωσης των μεγαλύτερων πηγών αναποτελεσματικότητας δε συνιστά απαραίτητα σωστή επιλογή.
Ένας λόγος είναι ότι η αποτελεσματικότητα της μεταρρύθμισης μπορεί να εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν σε άλλους τομείς: η ύπαρξη καλών πανεπιστημίων, για παράδειγμα, δεν μπορεί να θεραπεύσει τις συνέπειες της κακής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επιπλέον, η εξάλειψη μιας στρέβλωσης μπορεί να αποβεί αναποτελεσματική ή αντιστρόφως παραγωγική.
Ως αποτέλεσμα, μπορεί να σπαταλιέται σημαντική πολιτική ενέργεια στην προώθηση μέτρων που στην πράξη αποφέρουν πολύ λίγα. Αντ’ αυτού οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να ξεκινούν από τον πιο δεσμευτικό αναφορικά με την επίδοση περιορισμό. Επιπρόσθετα, το αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης μπορεί να εξαρτάται από κυκλικές συνθήκες. Οι υπερασπιστές των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων γενικά ισχυρίζονται ότι στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγής και της ευημερίας μεσοπρόθεσμα, και για αυτό οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις δεν έχουν σημασία. Αλλά, ενώ ορισμένες μεταρρυθμίσεις -για παράδειγμα εκείνες που βελτιώνουν την πρόσβαση στην πίστωση ή που εξαλείφουν άλλες ρυθμίσεις που βλάπτουν τους καταναλωτές- μπορούν πράγματι να βοηθήσουν να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη σε περιόδους που η ζήτηση μειώνεται, όπως αυτή που βιώνει τώρα η Ευρώπη, όταν άλλες μπορεί να φέρουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που καθιστούν ευκολότερο για τις επιχειρήσεις να μειώσουν το προσωπικό μπορεί να αποδυναμώσουν περαιτέρω τη ζήτηση, κάτι που αναδεικνύει τη σημασία των αποτελέσματων των μεταρρυθμίσεων στο βραχυπρόθεσμο διάστημα.
Όλα τα προαναφερθέντα δείχνουν ότι μια οικονομική ατζέντα μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας μηχανικής διαδικασίας. Απαιτείται να τεθούν προτεραιότητες. Οι Διεθνείς Οργανισμοί και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύτιμοι διότι διενεργούν διεθνείς συγκρίσεις και επισημαίνουν ελλείψεις. Αλλά υπάρχει και μια διαχωριστική γραμμή, όπου από εκεί και πέρα μόνο οι κυβερνήσεις μπορούν να θέσουν προτεραιότητες και να ενεργήσουν ως προς αυτές. Κι αυτός είναι τελικά, ο λόγος για τον οποίο τις ψηφίζουν οι ψηφοφόροι τους.