Η φράση, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου, αντίκα και ξεπερασμένη πια,
απευθυνόταν από καμάκι παλαιάς κοπής, σε διερχόμενη γκόμενα, με στόχο
να εκθειάσει τη θηλυκότητα της. Ήθελε έτσι, ο τριαινοφόρος, να πει
πως, τη βρίσκει νοστιμούλα και μάλιστα γλυκιά σα ζάχαρη. Προσπαθούσε
δηλαδή, μέσω της ατάκας αυτής, να περάσει το μήνυμα, πως ο πατέρας της
θα πρέπει να 'ταν... ζαχαροπλάστης ώστε να μπορέσει να «φτιάξει ένα
τέτοιο γλυκό». Δε σημαίνει βεβαίως, πώς αυτά που έλεγε, πως τα
εννοούσε κιόλας. (Συνήθως, σα δόλωμα τα 'ριχνε).
Που στόχευε;
Ήθελε έτσι ο τυπάς να την πέσει στο παστάκι, στο μπουγατσάκι, στο
πιπινάκι, στο μιλφέιγ, σε κάποια ζαχαρομούνα, ή σε κάποια, κάπως έτσι
> τέλος πάντων, με στόχο να ανεβάσει τα πεσμένα του ζάχαρα καίγοντας
> θερμίδες μαζί της.